- ἐξελίμπανον
- ἐκλείπωleave outimperf ind act 3rd plἐκλείπωleave outimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλιμπάνω — ἐκλιμπάνω (Α) 1. εκλείπω, εγκαταλείπω («...ἐξελίμπανον δόμους πατρώους», Ευρ. Μήδ.) 2. σταματώ («οὔποτ ἐξελίμπανον θρυλοῡσα» δεν έπαυα να λέω) … Dictionary of Greek